προκατασχασθέντων

προκατασχασθέντων
προκατασχάζω
scarify beforehand
aor part pass masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προκατασχάζω — Α 1. εγχαράσσω 2. (για γιατρό) κόβω άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος («ἐπὶ γαγγραινουμένων προκατασχασθέντων», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασχάζω «σχίζω με μαχαίρι, κάνω εντομή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”